Ζώντας στην ξενιτιά, μαθαίνεις πολλά. Όχι μόνο για τον κόσμο γύρω σου, αλλά – κυρίως – για τους ανθρώπους. Κάνεις μια γνωριμία, ανταλλάσσεις δύο κουβέντες, νιώθεις μια σπίθα. Κι ύστερα… τίποτα. Εξαφανίζονται. Σαν να μην υπήρξες ποτέ.
Είναι το τοπίο της ξενιτιάς σκληρό. Κρύο, όχι μόνο στον καιρό, όπως εδώ στην Σουηδία, αλλά στις καρδιές. Ο καθένας κοιτάει τον εαυτό του. Πώς θα επιβιώσει, πώς θα βολευτεί, πώς θα περάσει την ώρα του. Οι περισσότεροι δεν έχουν χώρο για άλλους ανθρώπους. Δεν έχουν διάθεση για βάθος, για ουσία, για επαφή.
Οι γνωριμίες είναι πρόχειρες. Κούφιες. Πολλές φορές, κρύβονται πίσω από ένα ψεύτικο χαμόγελο ή μια ατάκα του τύπου «να βρεθούμε κάποια στιγμή». Και αυτή η «κάποια στιγμή» δεν έρχεται ποτέ. Όχι γιατί δεν είχαν χρόνο —αλλά γιατί δεν ήθελαν πραγματικά.
Το πιο πικρό; Είναι αυτοί που κουβαλούν την ίδια πατρίδα με σένα, που θα περίμενες να σταθούν δίπλα σου, συχνά αποδεικνύονται εξίσου απόμακροι. Κι όσο πιο πολύ φαίνεται πως έχεις καρδιά και διάθεση να συνδεθείς, τόσο πιο εύκολα κάποιοι σε αποφεύγουν. Γιατί δεν έχουν μάθει να αντέχουν το αληθινό.
Δεν φταις εσύ. Δεν είσαι «πολύ ευαίσθητος», ούτε «παλιομοδίτης». Είσαι απλά άνθρωπος μέσα σε έναν κόσμο που προσπαθεί να ξεχάσει τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος.
Κι όμως… κράτα την καρδιά σου ανοιχτή. Όχι για όλους — για τους λίγους. Αυτούς που θα σε κοιτάξουν στα μάτια και δεν θα σε φοβηθούν. Αυτούς που δεν θα χαθούν στο πρώτο εμπόδιο. Υπάρχουν. Είναι σπάνιοι, αλλά υπάρχουν.
Μην τους ψάχνεις απελπισμένα. Μείνε αληθινός. Εκεί θα σε βρουν.